-
1 προϋπόθεση
[проипотэси] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προϋπόθεση
-
2 предпосылка
-
3 предпосылка
предпосылкаж ἡ προί)πόθεση [-ις] / филос. ὁ ὅρος (συλλογισμού).· основная \предпосылка ἡ βασική προϋπόθεση· \предпосылка успеха ἡ προϋπόθεση τής ἐπιτυχίας. -
4 условие
-я ουδ.1. όρος• συμφωνία•выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•
нарушить условие παραβιάζω τον όρο•
по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•
льготные -я ευνοϊκοί όροι.
2. παλ.επίσημη συμφωνία•заключить условие κλείνω συμφωνία•
подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.
3. άρθρο• παράγραφος•в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.
4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.5. πλθ. -я συνθήκες•-я труда συνθήκες εργασίας•
-я жизни συνθήκες ζωής•
при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•
ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.
6. προύπόθεση• παράγοντας•необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).
7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•при условиеи με τον όρο, αν, εάν•
при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.
|| (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο. -
5 допущение
1. (предположение, гипотеза) η υπόθεση, η παραδοχή 2. (разрешение на право участия в чем-л.) η άδεια, το δικαίωμα (της συμμετοχής)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допущение
-
6 исходить
1. (брать что-л за основу) εκκινώ, ξεκινώ 2. (о звуках, запахах, тепле и т.п.) (προ)έρχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исходить
-
7 предпосылка
η προϋπόθεση, ο όροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предпосылка
-
8 презумпция
1. (предположение, основанное на вероятности) η προϋπόθεση, η εικασία 2. юр. το τεκμήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > презумпция
-
9 условно
1. (при наличии какого-л. условия) με προϋπόθεση 2. (в значении произвольно) αυθαίρετα, συμβατικά 3. (в значении временно) προσωρινά, δοκιμαστικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > условно
-
10 условие
услов||иес1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·2. (договора) ὁ ὅρος:\условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας. -
11 исходить
исходить 1-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхоженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.περιέρχομαι, διατρέχω, γυρίζω (πεζός)•исходить всё поле γυρίζω όλο το χωράφι.
исходить 2-ожу, -одишь, μτχ. ενστ. исходящийρ.δ.1. παλ. βγαίνω, ξεκινώ, έχω ως αρχή, αφετηρία.2. πηγάζω, προέρχομαι•сведения -ят из верных источников οι πληροφορίες προέρχονται από έγκυρες πηγές•
исходить из предположения (предпосылки) ξεκινώ από την προύπόθεση.
3. βλ. изойти 1. || πλησιάζω προς το τέλος, λήγω, διαρρέω, εκπνέω (για χρόνο). -
12 оговорить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оговоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. διαβάλλω, κακολογώ, αδικοβγάζω, συκοφαντώ.2. θέτω, βάζω όρο, προύπόθεση.3. παραλείπω να αναφέρω.4. (απλ.) κάνω παρατήρηση, κατακρίνω.1. προειδοποιώ, προλέγω.2. παραλείπω να αναφέρω (από λάθος). -
13 предпосылка
-и θ.1. προύπόθεση•-и успеха προύποθέσεις επιτυχίας.
2. (φιλοσ.) αφετηρία• όρος• λήμμα. -
14 презумпция
-и θ.προύπόθεση• εικασία, δοξασία, κρίση κατά τα δοκούντα, τα φαινόμενα. -
15 условно
επίρ.1. με όρο, όρους• με τη συμφωνία• με την προύπόθεση.2. τυπικά, για τον τύπο, για τους τύπους.3. περίπου• συμβατικά.4. με αναστολή.
См. также в других словарях:
προϋπόθεση — η, Ν 1. ό,τι προϋποτίθεται, ό,τι θεωρείται εκ τών προτέρων ως δεδομένο για να στηριχθεί επιχείρημα, να συναχθεί συμπέρασμα ή να επιτευχθεί συμφωνία 2. όρος από τον οποίο εξαρτάται κάτι («θα σού στείλω το δέμα με την προϋπόθεση ότι θα βρεις μέσο… … Dictionary of Greek
προϋπόθεση — η 1. ό,τι θεωρείται πως υπάρχει από πριν για να βγει συμπέρασμα. 2. απαραίτητος όρος για να γίνει κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O … Dictionary of Greek
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek